ξεσαβουρώνω

ξεσαβουρώνω
και ξεσαβουριάζω
1. αφαιρώ τη σαβούρα, το έρμα από το πλοίο, αφερματίζω
2. αποβάλλω τη σαβούρα, το έρμα («το πλοίο ξεσαβουρώνει»)
3. απαλλάσσω κάτι από καθετί το άχρηστο, από περιττό φορτίο, καθαρίζω
4. απαλλάσσομαι από ένα βάρος ή από περιττό φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σαβουρώνω / σαβουριάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεσαβουρώνω — ξεσαβουρώνω, ξεσαβούρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • ξεσαβουριάζω — βλ. ξεσαβουρώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεσαβούρωμα — και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω] 1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση 2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα 3. απαλλαγή από περιττό φορτίο …   Dictionary of Greek

  • ξεσαβούρωτος — η, ο [ξεσαβουρώνω] 1. (για πλοίο) αυτός που δεν έχει σαβούρα, που είναι χωρίς έρμα, ανερμάτιστος 2. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί καθετί το περιττό 3. μτφ. αυτός που δεν έχει επαρκές ηθικό έρμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσαβουριάζω — ξεσαβούριασα, ξεσαβουριάστηκα, ξεσαβουριασμένος, και ξεσαβουρώνω ξεσαβούρωσα, ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος 1. μτβ., για πλοίο, αφαιρώ τη σαβούρα, πετώ το έρμα του, αφερματίζω. 2. αμτβ., αφαιρώ τη σαβούρα μου, πετώ το έρμα μου: Το καράβι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”